εγκαλεσία

εγκαλεσία
ἐγκαλεσία, η (Μ)
καταγγελία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • νοξάλιος — νοξάλιος, ία, ον (Μ) φρ. «ἐγκαλεσία νοξαλία» αγωγή κατά τού εξουσιαστή ή τού κυρίου για αδίκημα που διέπραξε ο υπεξούσιος ή ο δούλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. noxalis, λ. νομική < λατ. noxa «βλάβη» < λατ. noceo «βλάπτω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”